countervailing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
countervailing (en)
- αντισταθμιστικός, εξουδετερωτικός
- a countervailing claim - ένας αντισταθμιστικός ισχυρισμός
countervailing (en)