countervailing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

countervailing (en)

  1. αντισταθμιστικός, εξουδετερωτικός
    a countervailing claim - ένας αντισταθμιστικός ισχυρισμός

Συγγενικά[επεξεργασία]