Μετάβαση στο περιεχόμενο

countryside

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
countryside < country + -side

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

countryside (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ύπαιθρος, το ύπαιθρο, η εξοχή, γη που είναι έξω από πόλεις, με χωράφια, δάση κτλ.
    ⮡  The countryside is beautiful in spring.
    Η ύπαιθρος είναι πανέμορφη την άνοιξη.
    ⮡  We went out to the countryside.
    Πήγαμε στην εξοχή.