coward
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
coward (en)
- δειλός, φοβητσιάρης
- (εραλδική) κρύπτεδρος, με την ουρά στα σκέλια