Μετάβαση στο περιεχόμενο

crépusculaire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
crépusculaire crépusculaires

Επίθετο

[επεξεργασία]

crépusculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό