cresson
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cresson | cressons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cresson (fr) αρσενικό
- το κάρδαμο
ενικός | πληθυντικός |
cresson | cressons |
cresson (fr) αρσενικό