Μετάβαση στο περιεχόμενο

criminal

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός criminal
συγκριτικός more criminal
υπερθετικός most criminal

criminal (en)

  1. εγκληματικός, που ανήκει ή που αναφέρεται στο έγκλημα ή στον εγκληματία
      a criminal act - εγκληματική πράξη
      criminal negligence - εγκληματική αμέλεια
      criminal nature - εγκληματική φύση
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ποινικός, που συνδέεται με τους νόμους που ασχολούνται με το έγκλημα
      The trial for the criminal case will start soon.
    Η δίκη για την ποινική υπόθεση θα ξεκινήσει σύντομα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
criminal criminals

criminal (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]