cuirassé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cuirassé | cuirassés |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cuirassé (fr) θηλυκό
- το θωρηκτό
ενικός | πληθυντικός |
cuirassé | cuirassés |
cuirassé (fr) θηλυκό