culturisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
culturisme culturismes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

culturisme (fr) αρσενικό