cupronickel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cupronickel | cupronickels |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cupronickel (fr) αρσενικό
- το χαλκονικέλιο
ενικός | πληθυντικός |
cupronickel | cupronickels |
cupronickel (fr) αρσενικό