curry
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
curry (en)
- το κάρι
- σάλτσα ή φαγητό με κάρι
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
curry (fr) αρσενικό
- το κάρι