Μετάβαση στο περιεχόμενο

customer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
customer customers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
customer < custom + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

customer (en)

  • ο πελάτης, η πελάτισσα
      He’s a very efficient waiter; he served all of the customers by himself.
    Πολύ ικανό το γκαρσόνι· εξυπηρέτησε μόνο του όλους τους πελάτες.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]