cystostomie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cystostomie cystostomies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cystostomie (fr) θηλυκό