dégraissage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dégraissage | dégraissages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dégraissage (fr) αρσενικό
- η απολίπανση
- το ξελέκιασμα
ενικός | πληθυντικός |
dégraissage | dégraissages |
dégraissage (fr) αρσενικό