dégrisement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dégrisement | dégrisements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dégrisement (fr) αρσενικό
- το ξεμέθυσμα
ενικός | πληθυντικός |
dégrisement | dégrisements |
dégrisement (fr) αρσενικό