délectable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
délectable délectables

Επίθετο

[επεξεργασία]

délectable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]