démaigrissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
démaigrissement | démaigrissements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
démaigrissement (fr) αρσενικό
- η λέπτυνση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη maigre