désarticulation
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- désarticulation < désarticuler
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
désarticulation | désarticulations |
désarticulation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
désarticulation | désarticulations |
désarticulation (fr) θηλυκό