Μετάβαση στο περιεχόμενο

désarticulation

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
désarticulation < désarticuler

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
désarticulation désarticulations

désarticulation (fr) θηλυκό