dalliance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία en[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

/ˈdælɪəns/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

dalliance

  1. περιστασιακό φλερτ-χαριεντισμός-ερωτοτροπία
  2. περιστασιακή σχέση, σχέση μικρής διάρκειας
  3. (μεταφορικά) περιστασιακή ενασχόληση, ενασχόληση με χόμπι για μικρό διάστημα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • brief flirtation