Μετάβαση στο περιεχόμενο

dancer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
dancer dancers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dancer < dance + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dancer (en)

  • ο χορευτής
      The dancers swayed to the rhythm of the soft music.
    Οι χορευτές λικνίζονταν στο ρυθμό της απαλής μουσικής.