danese

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
danese danesi

Επίθετο

[επεξεργασία]

danese (it)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

danese (it)

  1. (εθνικό όνομα) Δανός
  2. (γλώσσα) δανικά