danse
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]danse < danser
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]danse (fr) θηλυκό (πληθυντικός: danses)
- o χορός
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]danse (fr), Danse ! (προστακτική)
- το ρήμα danser