deallocation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- deallocation < de- (αναστροφή) + allocation
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]deallocation (en)
- (πληροφορική) αποδέσμευση (π.χ. memory deallocation)
deallocation (en)