Μετάβαση στο περιεχόμενο

debut

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

debut (en)

  1. το ντεμπούτο


debut (en)

  1. ντεμπουτάρω
  2. κάνω την πρώτη μου εμφάνιση (σε διάφορους τομείς, όχι μόνο τους καλλιτεχνικούς)