debut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
debut (en)
- το ντεμπούτο
Ρήμα[επεξεργασία]
debut (en)
- ντεμπουτάρω
- κάνω την πρώτη μου εμφάνιση (σε διάφορους τομείς, όχι μόνο τους καλλιτεχνικούς)