decentralization

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
decentralization < de- + centralization ή decentralize + -ation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

decentralization (en)

  • (μη μετρήσιμο, ενικός) η αποκέντρωση
    The institution of measures for the decentralization of the industry.
    Η θέσπιση μέτρων για την αποκέντρωση της βιομηχανίας.