dedico

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dedico < de + dico

Ρήμα[επεξεργασία]

dedico

  1. αναγγέλλω
  2. βεβαιώνω
  3. αφιερώνω
  4. εγκαινιάζω
  5. προσφωνώ

Κλίση[επεξεργασία]