deduco

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
deduco < de + duco

deduco (la) (β' εν. προστ. ενστ.: deduc και deduce)