deduct
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | deduct |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deducts |
αόριστος | deducted |
παθητική μετοχή | deducted |
ενεργητική μετοχή | deducting |
Ρήμα
[επεξεργασία]deduct (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)
- παρακρατώ, αφαιρώ χρήματα, πόντους κτλ. από ένα συνολικό ποσό