Μετάβαση στο περιεχόμενο

deduct

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας deduct
γ΄ ενικό ενεστώτα deducts
αόριστος deducted
παθητική μετοχή deducted
ενεργητική μετοχή deducting

deduct (en) (συνήθως στην παθητική φωνή)

  • παρακρατώ, αφαιρώ χρήματα, πόντους κτλ. από ένα συνολικό ποσό
      Tax is deducted from the employees’ salaries.
    Ο φόρος παρακρατείται από το μισθό των υπαλλήλων.
     συνώνυμα: withhold,  και δείτε τη λέξη subtract

Συγγενικά

[επεξεργασία]