deed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
deed (en)
- πράξη με θετικό αποτέλεσμα, κατόρθωμα
- (νομικός όρος)
- (γενικότερα) συμβολαιογραφική πράξη, συμφωνητικό με μάρτυρες
- (ειδικότερα) συμβόλαιο, τίτλος ιδιοκτησίας