deflect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
deflect (en)
- αποκρούω (π.χ. μια μπάλα, μια κριτική κ.λπ)
- απομακρύνω κάτι με χτύπημα, ενέργεια κ.λπ
deflect (en)