defunct

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

defunct (en)

  1. αδρανής, ανενεργός
  2. (σπάνιο) νεκρός
  3. (πληροφορική) για πρόγραμμα που ενώ έχει τερματιστεί, εξακολουθεί να εμφανίζεται στον κατάλογο των διεργασιών που τρέχουν