Μετάβαση στο περιεχόμενο

delete

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

delete (en)

ενεστώτας delete
γ΄ ενικό ενεστώτα deletes
αόριστος deleted
παθητική μετοχή deleted
ενεργητική μετοχή deleting

delete (en)

  • διαγράφω, κόβω, αφαιρώ κάτι που έχει γραφτεί ή εκτυπωθεί ή που έχει αποθηκευτεί σε υπολογιστή
      I deleted a word.
    Διέγραψα μια λέξη.
      We deleted the files by mistake but they can be recovered.
    Διαγράψαμε τα αρχεία κατά λάθος αλλά μπορούν να ανακτηθούν.
      I deleted all the vulgar expressions.
    Έκοψα όλες τις χυδαίες εκφράσεις.
     συνώνυμα:  erase και wipe

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]