delinquent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. (συνήθως νεαρός) παραβάτης-εγκληματίας (συνήθως μικροεγκληματίας)
  2. ο αμελής