demi-mesure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
demi-mesure | demi-mesures |
demi-mesure (fr) θηλυκό
- το ημίμετρο
ενικός | πληθυντικός |
demi-mesure | demi-mesures |
demi-mesure (fr) θηλυκό