demonstrable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈdɛmənstrəb(ə)l/
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
ύστερα μεσοαγγλικά: demonstrable < λατινικά demonstrabilis < demonstrare «υποδεικνύω»
Επίθετο[επεξεργασία]
demonstrable (en)