densification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- densification < densifier
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
densification | densifications |
densification (fr) θηλυκό