dentysta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dɛ̃nˈtɨsta/
- dentysta
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dentysta (pl) αρσενικό