deregulate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
deregulate (en)
- (νομικός όρος) απελευθερώνω, ελαττώνω/μειώνω τα εμπόδια, απλοποιώ την νομοθεσία, καθιστώ/κάνω πιο φιλική την νομοθεσία
- (βιοχημεία), (σπάνιο) απορρυθμίζω