deregulate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

deregulate (en)

  1. (νομικός όρος) απελευθερώνω, ελαττώνω/μειώνω τα εμπόδια, απλοποιώ την νομοθεσία, καθιστώ/κάνω πιο φιλική την νομοθεσία
  2. (βιοχημεία), (σπάνιο) απορρυθμίζω