dewar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dewar < τέλος 19ου αιώνα < Sir James Dewar, Σκώτος χημικός και φυσικός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dewar (en)
- το θερμός
- cryogenic storage dewar: φιάλη διπλού μεταλλικού ή επαργυρωμένου γυάλινου τοιχώματος κενού (ανάμεσα στα τοιχώματα υπάρχει κενό)• χρησιμοποιείται για φύλαξη υγρών που βρίσκονται σε θερμοκρασία πολύ χαμηλότερη του περιβάλλοντος