Μετάβαση στο περιεχόμενο

dewar

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dewar < τέλος 19ου αιώνα < Sir James Dewar, Σκώτος χημικός και φυσικός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈdjuːə/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dewar (en)

  • το θερμός
  • cryogenic storage dewar: φιάλη διπλού μεταλλικού ή επαργυρωμένου γυάλινου τοιχώματος κενού (ανάμεσα στα τοιχώματα υπάρχει κενό)• χρησιμοποιείται για φύλαξη υγρών που βρίσκονται σε θερμοκρασία πολύ χαμηλότερη του περιβάλλοντος