dictée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dictée | dictées |
dictée (fr) θηλυκό
- ορθογραφία, η ανάγνωση ενός κειμένου
ενικός | πληθυντικός |
dictée | dictées |
dictée (fr) θηλυκό