digitally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
digitally < digital + -ly

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

digitally (en)

  • ψηφιακά
    ⮡  investment in digitally driven growth - επένδυση στην ψηφιακά τροφοδοτούμενη ανάπτυξη