Μετάβαση στο περιεχόμενο

dilatable

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
dilatable dilatables

Επίθετο

[επεξεργασία]

dilatable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη dilater