diligent-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

diligent- < γαλλική diligent

Ρίζα[επεξεργασία]

diligent- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: επιμέλεια

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]