dimanĉ-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

dimanĉ- < γαλλική dimanche (Κυριακή)

Ρίζα[επεξεργασία]

dimanĉ- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: Κυριακή

Παράγωγα[επεξεργασία]