dinosaur
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dinosaur | dinosaurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dinosaur (en)
- (παλαιοντολογία) ο δεινόσαυρος
- ⮡ The dinosaurs were wiped out by a global catastrophe.
- Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν από μία παγκόσμια καταστροφή.
- ⮡ The dinosaurs were wiped out by a global catastrophe.
- (κακόσημο) ο δεινόσαυρος, πρόσωπο παλαιάς νοοτροπίας ή ηλικιωμένος που δεν μπορεί να αλλάξει τους τρόπους του
- ⮡ the dinosaurs of the party - οι δεινόσαυροι του κόμματος