directive

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
directive < directif

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

directive (fr) θηλυκό

les directives de la Commission Européenne - οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής/της Κομισιόν