directive
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- directive < directif
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]directive (fr) θηλυκό
- η οδηγία, η ντιρεκτίβα, η υπόδειξη
- les directives de la Commission Européenne - οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής/της Κομισιόν