directif
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]directif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | directif | directifs |
θηλυκό | directive | directives |
directif (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | directif | directifs |
θηλυκό | directive | directives |