Μετάβαση στο περιεχόμενο

dispensable

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
dispensable dispensables

Επίθετο

[επεξεργασία]

dispensable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]