divert
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
divert (en)
- εκτρέπω, στρέφω σε άλλη κατεύθυνση
- αποσπώ την προσοχή
- διασκεδάζω κάποιον (του αποσπώ του την προσοχή από τις στενοχώριες του)
divert (en)