do good
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
do good (en)
- (ιδιωματισμός) διευκολύνω, έχω ένα χρήσιμο αποτέλεσμα· βοηθάω κάποιον
- ↪ It doesn’t do me (any) good to come today.
- Δε με διευκολύνει να έρθω σήμερα.
- ↪ It doesn’t do me (any) good to come today.