dodge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dodge (en)
- αποφεύγω κάτι κινούμενος κατάλληλα, παραμερίζοντας, κλπ